Monday, April 27, 2009

Πηνελόπη Δέλτα

Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα που τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα αυτοδηλητηριάζεται. Πεθαίνει δίνοντας την τελευταία παράκληση στα παιδιά της: «Παιδιά μου, ούτε παπά, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Φροντίστε τον πατέρα σας.Τον φιλώ σφιχτά. Π.Σ. Δέλτα». Στην ταφή της, στον κήπο της Κηφισιάς, ιερουργεί μόνος ο παλιός φίλος Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Στην ταφόπετρά της χαράχτηκε μόνο η λέξη «Σιωπή». Η τελευταία συγγραφική της εργασία- η οποία έμεινε ανολοκλήρωτη- ήταν περίπου 1.000 σελίδες για τη σχέση της με τον Ίωνα Δραγούμη. Τον Απρίλιο του 1940 ο Φίλιππος Δραγούμης της φέρνει μία σειρά από χαρτιά και ημερολόγια του αδελφού του Ίωνα. Παρ' όλο που η υγεία της είναι σε κακή κατάσταση και έχει γραμματέα στην οποία υπαγορεύει τα κείμενά της, κάθεται και γράφει. Το αφήγημα αυτό κόβεται απότομα στη μέση μιας φράσης...
Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε το 1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι ήταν το τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Είχε δυο μεγαλύτερα αδέλφια, την Αλεξάνδρα και τον Αντώνη, το γνωστό "Τρελαντώνη" του ομώνυμου βιβλίου της. Μετά τη γέννηση της Πηνελόπης ακολούθησαν άλλα τρία παιδιά, ο Κωνσταντίνος (που πέθανε σε ηλικία 2 χρόνων), ο Αλέξανδρος και η Αργίνη. Η οικογένεια Μπενάκη μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου). Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1905, όπου η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένας μεγάλος έρωτας, η Πηνελόπη όμως δεν μπορεί να αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στο σύζυγο και τα παιδιά της. Η πλατωνική αυτή σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Δραγούμη τελειώνει το 1908, όταν αυτός συνδέεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο "Για την Πατρίδα", εκδόθηκε το 1909 και σύντομα ακολουθεί και το δεύτερο, "Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου". Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909 την εμπνέει να γράψει το
"Παραμύθι χωρίς όνομα" (1911).
Το 1925, εκδίδεται "Η ζωή του Χριστού", ενώ την ίδια χρονιά εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της πολυομελίτιδας, αρρώστιας που θα την ταλαιπωρήσει μέχρι το θάνατό της. Το 1929, ξεκίνησε τη συγγραφή της τριλογίας "Ρωμιοπούλες", η οποία τελείωσε το 1939. Το πρώτο βιβλίο, "Το Ξύπνημα", καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η "Λάβρα" καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το "Σούρουπο" τα έτη 1914-1920.
Εν τω μεταξύ, εκδόθηκαν άλλα τρία μυθιστορήματά της: ο "Τρελαντώνης" (1932), όπου περιγράφει τις περιπέτειες του αδερφού της, ο "Μάγκας" (1935), η ζωή στην Αλεξάνδρεια με τα μάτια του μικρού σκυλιού της οικογένειας, και τα "Μυστικά του Βάλτου" (1937), όπου η ιστορίασεται γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.

Friday, April 24, 2009

Βιβλίο

Σύνολο φύλλων χαρτιού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε ν' αποτελούν ένα σώμα.

Η ιστορία του βιβλίου είναι παράλληλη με την ιστορία της γραφής.

Πολύ παλιά τα πρώτα μέσα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος, για να γράφει, ήταν: η πέτρα, ο ορείχαλκος, τα όστρακα, οι ξύλινες πλάκες, οι φλούδες από δέντρα κ.ά.

Πάπυρος

Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποίησαν τον πάπυρο, που τον έβγαζαν από ένα φυτό του Νείλου και οι Κινέζοι από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια γνώριζαν το χαρτί. Οι Φαραώ της Αιγύπτου είχαν μεγάλη βιβλιοθήκη με πολλούς κυλίνδρους από πάπυρο.

Επειδή οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου θέλησαν να εμποδίσουν τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης της Περγάμου (2ο π.Χ. αιώνα), απαγόρευσαν την εξαγωγή παπύρου στις χώρες της Μ. Ασίας. Τότε ο Άτταλος, βασιλιάς της Περγάμου, ο Ευμένης, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την περγαμηνή από δέρμα μικρών ζώων (πρόβατο, κατσίκα, μοσχάρι κ.ά.).

Περγαμηνή για γράψιμο

Η περγαμηνή ήταν πιο στερεή από τον πάπυρο και διπλωνόταν σε φύλλα. Ακόμα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πολλές φορές, γιατί τα γράμματα έσβηναν με ξύσιμο, γραφόταν και από τις δυο πλευρές, ήταν εύκολη στα διάβασμα, μα στοίχιζε περισσότερο. Σε περγαμηνή γράφτηκαν τα έργα των Ελλήνων και Λατίνων κλασικών, τα έργα των Ρωμαίων νομοδιδασκάλων κ.ά.

Στα χρόνια του Αύγουστου η περγαμηνή κόπηκε σε φύλλα, που πήραν σχήμα ορθογώνιο και ράφτηκαν στη μια πλευρά (το κυλινδρικό σχήμα το κράτησαν μόνο οι δικαστικές αποφάσεις του Μεσαίωνα).

Το χαρτί

Τον 9ο αιώνα έφτιαξαν το πρώτο χαρτί από ινώδεις ουσίες. Την τέχνη να φτιάχνουν χαρτί, την έμαθαν οι Άραβες στην Κίνα και τη μεταδώσανε και στην Ευρώπη. Οι Έλληνες έφτιαξαν χαρτί τον 11ο και 12ο αιώνα. Στη Δύση τα βιβλία και τα χειρόγραφα ήταν έργο των μοναστηριών, υπήρχαν όμως και εργαστήρια, όπου έγραφαν τα βιβλία των πλούσιων.

Όταν όμως αναπτύχθηκε η παιδεία (έφτιαξαν περισσότερα σχολεία, πανεπιστήμια κ.ά.), αναζήτησαν μέσα για γράψιμο λιγότερο δαπανηρά, αλλά και πρακτικά. Στην αρχή κατέφυγαν στην ξυλογραφία και την τυποβαφία (μέθοδος βαφής).

Ώσπου ο Γουτεμβέργιος, μετά από μακροχρόνια πειράματα, ανακάλυψε την τυπογραφία (μεταλλικά κινητά στοιχεία).

Αργότερα ανακάλυψαν τη στερεοτυπία, το χαρτί σε ρολά, τα ταχυπιεστήρια, τις λιθογραφικές μηχανές, τις μηχανές όφσετ και όλα αυτά οδήγησαν στο να βγαίνουν τα βιβλία κατά χιλιάδες και να κοστίζουν πολύ λιγότερο.

Το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε με γράμματα κινητά ήταν η Αγία Γραφή (στη Γερμανία το 1445 από το Γουτεμβέργιο) και το πρώτο ελληνικό βιβλίο ήταν η "Γραμματική" του Λάσκαρη (στο Μιλάνο το 1476). Μεγάλο πολιτιστικό ρόλο έπαιξε το βιβλίο στην περίοδο της Αναγέννησης, όπου στη Γαλλία και Ιταλία κυκλοφόρησαν βιβλία επιστημονικά.

Αργότερα τον 18ο αιώνα το βιβλίο βελτιώθηκε και στην εμφάνιση (χαρτί λεπτό, γυαλιστερό, φροντισμένο δέσιμο κ.ά.).

Τον 19ο αιώνα, που αυξήθηκε ο πληθυσμός και το εισόδημα αυτών που εργάζονταν, αυξήθηκε αντίστοιχα και η ζήτηση του βιβλίου και η αγοραστική του αξία.

Στη σημερινή εποχή για την εκτύπωση των βιβλίων χρησιμοποιούνται πιεστήρια. Η εικονογράφηση είναι κάτι το συνηθισμένο στα σύγχρονα βιβλία, το δε τιράζ ανέρχεται σε μερικές χιλιάδες και αυτό αποφασίζεται από τον εκδότη ανάλογα με την αναμενόμενη κυκλοφορία και το ενδιαφέρον του βιβλίου.

Οι λαοί έρχονται σε στενότερη επαφή, τα έθνη γνωρίζονται καλύτερα μεταξύ τους και ένα κλίμα παγκόσμιου ανθρωπισμού δημιουργείται σιγά - σιγά.

Η ψυχή του ανθρώπου αποκτά περισσότερο βάθος και το πνεύμα του γίνεται πιο εξευγενισμένο, πιο φωτεινό.

Σήμερα το βιβλίο για τον άνθρωπο έχει την ίδια αξία, είναι το ίδιο αναγκαίο, όσο και ο αέρας που αναπνέει, η τροφή που ζει.

Ο Άγγλος φιλόσοφος και ιστορικός Καρλάυλ είπε: "Ότι πέτυχε, ότι σκέφτηκε και ότι κέρδισε η ανθρωπότητα μένει ζωντανό στις σελίδες των βιβλίων και είναι διαλεχτό κτήμα των ανθρώπων".

Παλιότερα οι άνθρωποι δυσκολεύονταν πολύ να βρουν, ν' αγοράσουν βιβλία. Σήμερα η δυσκολία είναι στην εκλογή: τι βιβλία θα διαβάσουμε;

Και πρέπει να προσέξουμε πολύ, για να διαλέξουμε βιβλία που να μας γεμίζουν, ν' ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντά μας, τις κλίσεις μας, γιατί υπάρχουν και βιβλία που δεν αξίζει να τα διαβάζει κανείς, χάνει όχι μόνο τον καιρό του άσκοπα, αλλά και μπορεί να βλαφτεί. Υπάρχουν μ' ένα λόγο βιβλία που δεν αξίζει να λέγονται βιβλία. Ο Άγγλος Τζων Λούμποκ γράφει κάπου: "Κοντεύω να πιστέψω πως οι μεγάλοι αναγνώστες της νέας γενιάς δε θα 'ναι οι γιατροί, οι δικηγόροι και όσοι ασχολούνται με τα γράμματα ή οι έμποροι και εργοστασιάρχες, αλλά οι εργάτες, οι χειρώνακτες. Δε σας φαίνεται φυσικό; Οι πρώτοι εργάζονται περισσότερο διανοητικά κι όταν τελειώσουν τη δουλειά της μέρας, το μυαλό τους είναι κουρασμένο. Έτσι τις ώρες που έχουν γι' ανάπαυση θέλουν να πάνε έναν περίπατο στην εξοχή ή να ασκηθούνε σωματικά. Ενώ ο εργάτης και ο χειρώνακτας που κουράζονται μόνο σωματικά, θέλουν να ξεκουραστούν διαβάζοντας ένα καλό βιβλίο".

Κάποιος σοφός είπε: " αν μπορούσα να ζητήσω μια κλίση που να 'ναι σταθερή σε κάθε μεταβολή, νάναι για μένα πηγή ευτυχίας σ' όλη μου τη ζωή, κι ασπίδα για τις δύσκολες στιγμές του βίου μου, θα ευχόμουν η κλίση αυτή νάταν το διάβασμα. Χάρισε σε κάποιον την αγάπη για διάβασμα, δώστου τα μέσα να διαβάζει και νάσαι βέβαιος ότι θα τον κάνεις ευτυχισμένο. "

Τα βιβλία είναι αμέτρητα, ο χρόνος όμως που έχουμε στη διάθεσή μας για διάβασμα είναι περιορισμένος. Γι' αυτό τα βιβλία που θα διαλέξουμε για τη βιβλιοθήκη μας πρέπει να είναι ωφέλιμα και με εγγυημένη αξία.

Πολλά απ' αυτά ανήκουν στην "εμπορική φιλολογία" και είναι πλαστογραφία της τέχνης. Είναι γραμμένα από μερικούς ανθρώπους που προσπαθούν να προκαλέσουν έναν ερεθισμό αραδιάζοντας τα πιο απαράδεχτα πράγματα, εκμεταλλευόμενοι το φόβο, την ευαισθησία ή και τα χειρότερα ένστικτα. Είναι γραμμένα με ύφος ψεύτικο, γεμάτο υπολογισμό πονηρό και ιδιοτέλεια.

Ο κανόνας μας, λοιπόν, πρέπει να είναι: απόφευγε τα μέτρια έργα, τα έργα των δυσαρεστημένων από τη ζωή, των νευρωτικών, τ' ανήθικα έργα. Υπάρχουν αξιόλογα έργα, τόσοι συγγραφείς που μπορούμε να τους κάνουμε φίλους μας, συνεργάτες μας, να μας δώσουν τη γενναιότητα της ψυχής τους, τις φωτεινές τους ιδέες, τα ευγενικά ιδανικά τους, τη λαχτάρα για τη χαρά της ζωής, την ανθρωπιά τους! Ο καθένας πρέπει να διαλέγει για τον εαυτό του αυτά που πρέπει να διαβάζει. Πολύ σωστά λέγεται ότι "δεν πρέπει να μπει κανείς στο νερό, πριν μάθει να κολυμπά, γι' αυτό ο άνθρωπος πρέπει να κρίνει σωστά τι θα διαβάσει. Να μην τον τραβούν οι φανταχτεροί τίτλοι ούτε τα εντυπωσιακά και καλοδεμένα βιβλία, αλλά βιβλία με ουσία και βαθύ νόημα, γιατί αυτά είναι η πνευματική μας τροφή. Μια σωστή λαϊκή παροιμία λέει: "Το χρόνο τον καλό τον ξεχωρίζουμε με τέσσερα βασικά πράγματα: Τα παλιά ξύλα για κάψιμο, το παλιό κρασί για πιοτό, τους καλούς φίλους για εμπιστοσύνη και τα καλά παλιά βιβλία για διάβασμα".

Πραγματικά τα παλιά βιβλία είναι πιο αξιόλογα και έχουν ευεργετική επίδραση στη σκέψη και στα συναισθήματα εκατομμυρίων ανθρώπων.

Αυτά τα βιβλία, που ο χρόνος που πέρασε δεν τ' αχρήστεψε, αλλά αντίθετα τα έκανε αγέραστα, αιώνια και νέα, είναι κρίμα να μην μπορούν οι πολλοί να τα διαβάσουν από το πρωτότυπο, αλλά από τη μετάφρασή τους.

Αλλά και η μετάφραση - παρόλο που αδικεί πολλές φορές το πρωτότυπο - είναι προτιμότερη και τις περισσότερες φορές είναι σωστή.

ΓΙΑΤΙ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΔΕ ΔΙΑΒΑΖΕΙ

Είναι γεγονός πως ο Έλληνας αποφεύγει το διάβασμα του βιβλίου. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, στην Ελλάδα το αναγνωστικό κοινό είναι αρκετά περιορισμένο και μάλιστα ο αριθμός των Ελλήνων που διαβάζει βιβλία μειώνεται όλο και περισσότερο. Σε σύγκριση δε με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα στο συγκεκριμένο τομέα κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις.

Η κατάσταση στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εντελώς διαφορετική. Στην Αγγλία ένας στους τέσσερεις (1:4) ενδιαφέρεται να ενημερωθεί, να πληροφορηθεί τις ειδήσεις και αγοράζει εφημερίδα, στην Ιρλανδία ένας στους πέντε (1:5), ενώ στη Γερμανία ένας στους τρεις.(1:3). Στην Ελλάδα μόνο ένας στους έντεκα (1:11) παρουσιάζει ενδιαφέρον για ενημέρωση και πληροφόρηση. Αν αναλογιστούμε και το γεγονός ότι το διάβασμα μιας εφημερίδας απαιτεί από τον αναγνώστη λιγότερο χρόνο αλλά και λιγότερη προσπάθεια, θα διαπιστώσουμε πως τα πράγματα στη χώρα μας όσον αφορά στο διάβασμα του βιβλίου είναι ανησυχητικά.

Βέβαια πριν προβούμε στη διερεύνηση των σπουδαιότερων αιτίων, πρέπει να συμφωνήσουμε πως το βιβλίο δεν ελκύει τον Έλληνα. Στις προτεραιότητές του αλλά και στις ιεραρχικές αξιολογήσεις του καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως δεν τους προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό, δεν τους ωφελεί άμεσα και γι ΄ αυτό προτιμούν τον ελεύθερο χρόνο τους να καταπιαστούν με ασχολίες που, όπως θεωρούν, τους ξεκουράζουν και τους ψυχαγωγούν καλύτερα από το βιβλίο. Άλλοι αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως ένα άψυχο αντικείμενο που μπορεί όμως να διακοσμήσει τα άδεια ράφια και τις βιβλιοθήκες των σπιτιών τους και να «αποδείξει» έτσι στους επισκέπτες τις πνευματικές τους ανησυχίες και τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει την ισχύ της παραπάνω άποψης αποτελούσε ο Μουσολίνι. Αυτός, προσπαθώντας να πλάσει ολόκληρο μύθο για τις πάμπολλες γνώσεις του και τα εξαίρετα χαρίσματά του, όταν ανέμενε επισκέπτες στο σπίτι του, τοποθετούσε σε εμφανείς θέσεις ανοιχτά, φιλοσοφικά βιβλία!! Υπάρχουν τέλος και αρκετοί-και αυτό είναι ανησυχητικό- που, επειδή σε κάποια φάση της ζωής τους αναγκάστηκαν και πιέστηκαν να διαβάσουν βιβλία για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων (αποφοίτηση από το λύκειο, εισαγωγή σε ανώτερες και ανώτατες σχολές),θεωρούν πως τώρα έχουν εισέλθει σε μια πιο ρεαλιστική φάση της ζωής τους και δεν έχουν πλέον χρόνο για θεωρητικές, λογοτεχνικές και γενικότερα πνευματικές ανησυχίες.

Όμως ποια είναι τα αίτια αυτού του φαινομένου; Από ποιους πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες και πόσο ευθύνεται ο καθένας από εμάς για αυτήν την κατάσταση; Η μείωση δηλαδή του αναγνωστικού κοινού οφείλεται μόνο σε εξωγενείς ή και σε ενδογενείς παράγοντες;

Η σχέση, λοιπόν, αυτή του Έλληνα με το βιβλίο οφείλεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στο σύστημα παιδείας σε όλες τις βαθμίδες και ειδικότερα στον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό σχολείο. Ο χαρακτήρας της παρεχόμενης μόρφωσης είναι σαφώς επιφανειακός και ανεδαφικός ,καθώς προκρίνει την στείρα απομνημόνευση παρωχημένων γνώσεων ,χωρίς να καλλιεργεί την κριτική ικανότητα του μαθητή. Το σχολικό εγχειρίδιο αποτελεί γι ` αυτόν ένα σύνολο γνώσεων, οι οποίες επιβάλλεται να απομνημονευθούν όσο το δυνατόν καλύτερα, γεγονός που τον φορτώνει με ψυχολογική πίεση και άγχος. Έτσι αντιμετωπίζει το βιβλίο εχθρικά, αισθάνεται πως το σχολικό βιβλίο τον καταπιέζει, με αποτέλεσμα να διακατέχεται από ένα μίσος για όλα τα βιβλία. Αυτό εκφράζεται τις περισσότερες φορές και έμπρακτα με το θλιβερό θέαμα μαθητές να καίνε στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς όλα τα βιβλία τους με ένα τρόπο επιδεικτικό και εν μέρει εκδικητικό. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ζημιά που προκαλεί το ελληνικό σχολείο, καθώς είναι υπεύθυνο για το γεγονός ότι το μίσος για τα σχολικά εγχειρίδια διοχετεύεται σε κάθε άλλο βιβλίο όχι μόνο κατά τη διάρκεια της φοίτησης στο σχολείο αλλά και για όλη τους τη ζωή. Στο παραπάνω συντελεί και το γεγονός ότι το ελληνικό σχολείο επιβάλλει ένα μόνο εγχειρίδιο, που τις περισσότερες φορές είναι κακογραμμένο , ασαφές και ανεπίκαιρο, στερώντας από τους μαθητές τη δυνατότητα να ανατρέξουν στις σχολικές και όχι μόνο βιβλιοθήκες, για να ανακαλύψουν διαφορετικές πηγές πληροφοριών.

Ωστόσο, δε θα πρέπει να παραγνωρίζουμε και το ρόλο της τηλεόρασης αλλά και των εξελιγμένων τεχνολογικά μέσων πληροφόρησης. Η τεχνολογική επανάσταση επέφερε σημαντικές αλλαγές στον τομέα της ενημέρωσης και της πρόσβασης στην πληροφορία. Ο ηλεκτρονικός τύπος, κυρίως η τηλεόραση αλλά και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έχουν κυριαρχήσει, καθώς ενημερώνουν γρήγορα, έχοντας την εικόνα ως ισχυρότατο όπλο στα χέρια τους. Η εικόνα υπερτερεί σε αμεσότητα και παραστατικότητα, καθώς σε συνδυασμό και με τον ήχο, μαγνητίζει τον τηλεθεατή. Έτσι, ενώ το διάβασμα του βιβλίου απαιτεί και προϋποθέτει συνεχή πνευματική εγρήγορση και προσπάθεια, ως πιο σύνθετη νοητική διεργασία, η τηλεόραση, με την ταχύτητα που εναλλάσσονται τα γεγονότα και οι εικόνες, δεν επιτρέπει στον τηλεθεατή να κρίνει και να ελέγχει τις πληροφορίες. Είναι εύλογο, λοιπόν, ο Έλληνας να επιλέγει τον παραπάνω πιο εύκολο τρόπο ενημέρωσης και να μετατρέπεται έτσι σε ένα παθητικό δέκτη μηνυμάτων και ανεπεξέργαστων πληροφοριών, ο οποίος εξαρτάται από την τηλεόραση. Η εξάρτησή του δεν αφορά μόνο στην ενημέρωση αλλά και στις επιλογές της ψυχαγωγίας του, αφού παρακολουθεί χαμηλής ποιότητας προγράμματα, που δεν ευνοούν την πνευματική του ανησυχία και αναζήτηση .Βλέπουμε ,λοιπόν, πως ο ρόλος της τηλεόρασης ,ενώ θα έπρεπε να είναι επικουρικός και να συμβάλλει στην προβολή και προώθηση του βιβλίου , στην πράξη είναι ως επί το πλείστον ανταγωνιστικός , εφόσον μειώνει αισθητά τον αριθμό του αναγνωστικού κοινού στη χώρα μας.

Όμως, εκτός από την τηλεόραση, μεγάλο μερίδιο ευθύνης αναλογεί και στο σύγχρονο τρόπο ζωής. Πιο συγκεκριμένα, στις σημερινές καταναλωτικές κοινωνίες κυριαρχεί ένα πνεύμα άκρατου υλικού ευδαιμονισμού. Η κοινωνική καταξίωση και αναγνώριση επέρχεται μόνο μέσα από την όλο και μεγαλύτερη ευχέρεια για κατανάλωση. Έτσι, οι άνθρωποι επιδίδονται σε ένα διαρκή αγώνα απόκτησης αγαθών, γεγονός που προϋποθέτει πως αναγκάζονται να εργάζονται περισσότερες ώρες από το φυσιολογικό. Η υπερεργασία, στην οποία αναπόφευκτα οδηγείται το άτομο, για να καλύψει τις όλο και μεγαλύτερες, συχνά πλασματικές, ανάγκες του, συμβάλλει όχι μόνο στην αισθητή μείωση του ελεύθερου χρόνου αλλά και στη μείωση της διάθεσης για ανάγνωση βιβλίων. Σε μια κοινωνία, στην οποία το «έχειν» ταυτίζεται με το «είναι» και η υλική ευημερία με την καταξίωση και την ευτυχία, είναι φυσιολογικό ο άνθρωπος - και ο Έλληνας ακόμη περισσότερο- να αδιαφορεί για την πνευματική του καλλιέργεια και εξύψωση.

Βέβαια, στην αδιαφορία αυτή του Έλληνα για τα βιβλία έχει συντελέσει και η ελιτίστικη στάση ορισμένων συγγραφέων. Εκείνοι είναι που όχι μόνο χρησιμοποιούν ένα εξεζητημένο και εκλεπτυσμένο ύφος ,δυσνόητο τις περισσότερες φορές για τη μεγάλη μάζα του αναγνωστικού κοινού, αλλά και τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται στα βιβλία τους δεν ενδιαφέρουν το μέσο πολίτη, που φυσιολογικά αδιαφορεί για ανάλογα αναγνώσματα. Έτσι είναι σαν να απευθύνονται σε ένα εξειδικευμένο και αρκετά περιορισμένο κοινό, σε ένα στενό κύκλο διανοούμενων, αδιαφορώντας για το αν τα βιβλία τους είναι κατανοητά ή όχι από το μέσο πολίτη. Κατά αυτόν τον τρόπο δημιουργείται πρόβλημα στην αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων του δημιουργού-συγγραφέα από το κοινό, το οποίο θεωρεί πως αυτό αποκλειστικά ευθύνεται για τη μη κατανόηση των νοημάτων και αποδέχεται την πνευματική κατωτερότητά του, αδιαφορώντας για ανάλογου περιεχομένου βιβλία.

Στις παραπάνω βασικές αιτίες έρχονται να προστεθούν και κάποιες δευτερεύουσας σημασίας, που επηρεάζουν όμως και αυτές την μείωση του αναγνωστικού κοινού στην Ελλάδα .Τέτοιες είναι: η υψηλή έως απαγορευτική για την πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων τιμή των βιβλίων, η ανεπαρκής για τα σημερινά δεδομένα προβολή και παρουσίαση του βιβλίου, η ελλιπής τροφοδοσία της επαρχίας με πληθώρα εκδόσεων, με αποτέλεσμα η αγορά του βιβλίου να περιορίζεται στα μεγάλα αστικά κέντρα κ.α..

Από όλα τα παραπάνω, λοιπόν, συνάγεται το συμπέρασμα πως η κατάσταση στον τομέα της ανάγνωσης βιβλίων στη χώρα μας πρέπει να αλλάξει. Και μπορεί να αλλάξει. Όμως χρειάζεται χρόνος και συνεχής προσπάθεια από τους φορείς εκείνους που μπορούν και έχουν την ευθύνη να στρέψουν τον Έλληνα προς το ωφέλιμο και ποιοτικό βιβλίο. Η οικογένεια, η εκπαίδευση και ειδικότερα το σχολείο έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν ουσιαστικά προς αυτήν την κατεύθυνση, να εμφυσήσουν δηλαδή τη βιβλιοφιλία στο νέο άνθρωπο. Επικουρικά σ ` αυτό μπορεί να λειτουργήσει και η πολιτεία με τη χάραξη μιας πολιτιστικής πολιτικής για το βιβλίο, που θα στοχεύει στην προώθηση και προβολή του καλού βιβλίου. Οι προσπάθειες αυτές όμως δεν θα επιφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αν και ο ίδιος ο Έλληνας δε συνειδητοποιήσει σε ατομικό επίπεδο το χρέος και την ευθύνη του. Να καταλάβει δηλαδή ότι πρέπει και ο ίδιος να αντισταθεί στην πνευματική υποβάθμιση που συντελείται από την πλειονότητα των Μ.Μ.Ε και να διεκδικεί τη γνήσια ψυχαγωγία μέσα από τη μύησή του στον κόσμο του βιβλίου.

Ζ Α Μ Π Ι Ο Ζ Η Σ Μ Η Ν ΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Thursday, April 23, 2009

Ιδέες για να γράψεις ένα βιβλίο

Πώς να γράψεις - Από τη Μανίνα Ζουμπουλάκη


Πολύ πρόσφατα εκδόθηκε το νέο βιβλίο της γνωστής δημοσιογράφου και σεναριογράφου Μανίνας Ζουμπουλάκη. Στο «Πώς να γράψεις» (Εκδόσεις Intro Books) θα βρουν χρήσιμες συμβουλές όσοι ενδιαφέρονται για ένα προσωπικό ταξίδι στον κόσμο της συγγραφής. Η άμεση, χιουμοριστική και χωρίς περιστροφές γλώσσα της δημοσιογράφου προσφέρει τα «κλειδιά» σε αυτούς που αναζητούν διεξόδους στη δημιουργικότητά τους. Στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε κάποιες επιπλέον συμβουλές που προσέφερε η συγγραφέας στο περιοδικό “Athens Voice”, με το οποίο συνεργάζεται:

«Σε περίπτωση που θέλει κανείς να γράψει βιβλίο, τα εγχειρίδια θα τον βοηθήσουν αλλά δεν θα του γράψουν το βιβλίο. Η ιδέα είναι ότι αν θέλεις, θα γράψεις -και θα διαβάσεις- οτιδήποτε μπορεί να σου ανοίξει κάπως το δρόμο. (Αν δεν πολυ-θέλεις, ό,τι και να διαβάσεις πάει στράφι...).

1) Σκέψου τι θέλεις να πεις: μια ιστορία (τη δική σου παραλλαγμένη ή κάποιου άλλου); Ένα παραμύθι, μια παραβολή; Ό,τι κι αν είναι αποτελεί την Ιστορία σου. Πρώτα τη σκέφτεσαι καλά καλά. Για καιρό, όχι δύο μέρες κι όξω απ’ την πόρτα.

2) Όσο τη σκέφτεσαι, κρατάς σημειώσεις με μανία. Κυκλοφορείς με μπλοκάκια και γράφεις ιδέες που σου ’ρχονται, σχετικές ή άσχετες με την Ιστορία. Αν σε βολεύει, κάνεις μια περίληψη ή ένα σχεδιάγραμμα – την Ιστορία από αρχής μέχρι τέλους σε σκελετό.

3) Κλέβεις ολόκληρες συζητήσεις από ξένους – τις ακούς στο δρόμο, τις σημειώνεις κι αυτές. Για να σου έκαναν εντύπωση, δεν μπορεί, κάπου έχουν μια θέση.

4) Κρατάς το μυαλό σου συγκεντρωμένο στην Ιστορία. Πράγμα δύσκολο, γιατί στο μεταξύ η ζωή (και η δουλειά σου, η οικογένειά σου κ.λπ.) τρέχει. Ένα κομμάτι του τσερβέλου σου είναι κολλημένο πάντα στην Ιστορία. Μπορεί να μείνει έτσι και χρόνια, δεν σε χαλάει. Έχεις κι άλλα κομμάτια.

5) Αποζητάς τη συντροφιά ανθρώπων που κάτι έχουν να κάνουν με την Ιστορία σου: οι άλλοι είναι άχρηστοι σ’ αυτήν τη φάση, βαριέσαι, θα τους αναζητήσεις άλλη μέρα.

6) Αρχίζεις να γράφεις κείμενα σχετικά με την Ιστορία σου ή και άσχετα ντιπ για ντιπ, ίσα για να μπεις στο λούκι «γράφω». Η διαδικασία παίρνει μήνες, ίσως και χρόνια. Τα κοιτάς και τα ξανακοιτάς όλα μαζί μέχρι να τα μάθεις απ’ έξω. Ό,τι σ’ ενοχλεί, το κόβεις. Κρατάς το 50%, που τελικά, για δες πλάκα, έχει απόλυτη σχέση με την Ιστορία σου.

7) Όταν γράφεις, σε «πάει» το κείμενο. Δώσε του χρόνο και θα σε πάει παντού, κυρίως εκεί που δεν μπορείς να φτάσεις διά της λογικής. Αν δηλαδή έχεις κάνει ένα σχεδιάγραμμα, θα δεις ότι γράφοντας το ξεπερνάς συνέχεια. Το υποσυνείδητο σου δείχνει καινούργιους δρόμους. Ναι, το άτιμο...

8) Το γράψιμο είναι δουλειά, όχι πλάκα. Θέλει τις ώρες του, επομένως βρίσκεις γωνία που σε βολεύει στο σπίτι σου ή σε ξένο σπίτι, και στρώνεσαι εκεί όποτε έχεις λίγο χρόνο.

9) Γράφεις απευθυνόμενος σε κάποιον που θα ήθελες να πιάσεις απ’ το λαιμό με το κείμενό σου –τον λέω Ιδανικό Αναγνώστη, και είναι μεν δύσκολο να τον ξετρυπώσεις, είναι δε απαραίτητος, γιατί γράφεις για να διαβαστείς.

10) Τέλος, όταν μαζέψεις όσα κατάφερες να γράψεις... δανείζεσαι συμβουλή του Elmore Leonard: “If it looks too much like writing, do it again”. Αν μοιάζει με «γράψιμο», αν είναι οικοδόμημα λέξεων χωρίς ψυχή αλλά με ωραίες φράσεις, αν δεν σε συγκινεί όταν το διαβάζεις, αν δεν σε βγάζει από την πραγματικότητα να σε πάρει μαζί του... το ξαναγράφεις από την αρχή.